- πολιτοφθόρος
- πολῑτο-φθόρος, ον,A hurtful to the citizens, Pl.Lg. 854c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολιτοφθόρος — ον, Α επιβλαβής στους πολίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολίτης + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. σωματο φθόρος] … Dictionary of Greek
πολιτοφθόρον — πολιτοφθόρος hurtful to the citizens masc/fem acc sg πολιτοφθόρος hurtful to the citizens neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτοφθόρα — πολιτοφθόρος hurtful to the citizens neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)